- νεοκατασκεύαστος
- -η, -ο (Α νεοκατασκεύαστος, -ον)αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατααρχ.αυτός που διορίστηκε πρόσφατα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεοκατασκεύαστος — newly made masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστον — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem acc sg νεοκατασκεύαστος newly made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκευάστοις — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκευάστῳ — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστα — νεοκατασκεύαστος newly made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοκατασκεύαστοι — νεοκατασκεύαστος newly made masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)